- οθόννα
- η (ΑΜ ὀθόννα, Α και ὀθόνα)νεοελλ.βοτ. λόγια ονομασία γένους ποωδών φυτών ή θάμνων με φύλλα σαρκώδη ή μεμβρανώδη κατ' εναλλαγήνμσν.είδος αιγυπτιακού λίθουαρχ.1. (κατά τον Διοσκ.) το φυτό χελιδόνιον το μέγα2. ο χυμός τού παραπάνω φυτού3. ο χυμός διαφόρων άλλων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Διοσκουρίδη, το φυτό κατάγεται από την Αίγυπτο, ενώ κατ' άλλους από τη Συρία. Η ομοιότητα του με τη λ. ὀθόνη δεν φωτίζει σε τίποτε την ετυμολογία του].
Dictionary of Greek. 2013.